- ανδρώνομαι
- (AM ἀνδροῡμαι, -όομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, -όω)(για νέο) ενηλικιώνομαινεοελλ.γίνομαι ανδρείοςμσν.-αρχ.παντρεύομαιαρχ.1. (το ενεργ.) α) καθιστώ άνδρα κάποιονβ) προσδίδω ανδρεία2. μέσ. έχω γενναία όψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανδρώνομαι — και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανδρώνομαι — ώθηκα, γίνομαι άντρας: Πολύ γρήγορα ανδρώθηκε αυτός ο νέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντρώνομαι — ανδρώνομαι και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανανδρούμαι — ἀνανδροῡμαι ( όομαι) (Α) γίνομαι ανίκανος για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀνδροῦμαι «ανδρώνομαι, γίνομαι άνδρας»] … Dictionary of Greek
ανδρίζω — ἀνδρίζω (AM) μσν. 1. δυναμώνω, ενισχύω 2. μέσ. ἀνδρίζομαι α) δείχνω ανδρεία β) αναθαρρώ αρχ. 1. κάνω κάποιον γενναίο 2. μέσ. α) ανδρώνομαι β) φέρομαι ως άνδρας γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα δ) συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός +… … Dictionary of Greek
ανδρώ — ἀνδρῶ, όω (AM) βλ. ανδρώνομαι … Dictionary of Greek
αρρενώ — ἀρρενῶ ( όω) (Α) [άρρην] 1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ 2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός … Dictionary of Greek
γενειάσκω — (Α) [γένυς] 1. αρχίζω να αποκτώ γένεια 2. γίνομαι άντρας, ανδρώνομαι … Dictionary of Greek
εφηβώ — ἐφηβῶ, άω, ιων. τ. ἐπηβῶ (Α) [έφηβος] φθάνω στην ηλικία τού εφήβου, γίνομαι έφηβος, ανδρώνομαι … Dictionary of Greek
ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… … Dictionary of Greek